περιώσιος

περιώσιος
περιώσιος, ον,
A immense, countless,

χρήματα Sol.24.7

; μήδεα Lyr.Adesp. in TGFp.xx ;

φῦλα A.R.2.394

;

ἔργον AP9.197

(Marin.); ὀργιοφάντης ib.688 ;

θεάτρου κύκλος Epigr.Gr.1050

([place name] Ephesus).
2 = περισσός, unusual, rare, περιώσια εἰδώς, of Pythagoras, Emp.129.1 ;

ἄγρη Opp.C.4.354

.
II Hom. only neut. as Adv. περιώσιον, beyond measure, Il.4.359, Od.16.203 : pl.,

περιώσια h.Pan.41

.
2 c. gen., περιώσιον ἄλλων far beyond the rest, h.Cer.362, Pi.I.5(4).3, A.R.1.466.—Regul. Adv. -ίως only in Hsch. ; cf. περώσιος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιώσιος — και αιολ. τ. περώσιος, ον, Α 1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ. β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.) 2. σπάνιος 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια υπέρμετρα, υπερβολικά 4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» περισσότερο… …   Dictionary of Greek

  • περιώσιος — περίωσις driving round fem gen sg (epic doric ionic aeolic) περιώσιος immense masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωσίως — περιώσιος immense adverbial περιώσιος immense masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώσιον — περιώσιος immense masc/fem acc sg περιώσιος immense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωσίῳ — περιώσιος immense masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώσια — περιώσιος immense neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερώσιος — και δ. γρφ. ὑπερόσιος, ον, Α περιώσιος*, υπέρμετρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, κατά το περιώσιος (βλ. λ. περιώσιος)] …   Dictionary of Greek

  • περιώσι' — περιώσιι , περίωσις driving round fem dat sg (epic doric ionic aeolic) περιώσιε , περίωσις driving round fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) περιώσια , περιώσιος immense neut nom/voc/acc pl περιώσιε , περιώσιος immense masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωσίως — Α βλ. περιώσιος …   Dictionary of Greek

  • περώσιος — ὁ, Α βλ. περιώσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”